- βυθίζω
- (AM βυθίζω) [βυθός]Ι. 1. ρίχνω στον βυθό, καταποντίζω κάτι ή κάποιον2. καταστρέφω3. καταστρέφομαινεοελλ.1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μέσα σε νερό ή άλλο υγρό, καταδύω2. μπήγω, χώνω βαθιά κάτι αιχμηρό (μαχαίρι, καρφί, νύχια) σε άλλο σώμα3. φρ. α) «βυθίζω κάποιον σε σκέψεις» ή «βυθίζω κάποιον σε λογισμό» — ρίχνω κάποιον σε φροντίδες, σε έγνοιεςβ) «βυθίζω κάποιον στον Άδη» — φονεύωII. βυθίζομαι(αρχ.-νεοελλ.) καταστρέφομαινεοελλ.1. πέφτω σε λήθαργο, ναρκώνομαι2. γκρεμίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.